- ξένηθεν
- ξένηθεν, ιων. τ. ξείνηθεν (Α)επίρρ. από ξένη χώρα, από την ξενιτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένη / ξείνη «ξένη χώρα» + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κρήνη-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξείνηθεν — (Α) ιων. τ. επίρρ. βλ. ξένηθεν … Dictionary of Greek